ξαφνιάζω

ξαφνιάζω
μετ.
1) заставать врасплох; 2) поражать, удивлять; ошеломлять; пугать;

ξαφνιάζομαι

1) — быть застигнутым врасплох;

2) поражаться, удивляться; быть ошеломлённым; пугаться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ξαφνιάζω" в других словарях:

  • ξαφνιάζω — ξαφνιάζω, ξάφνιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξαφνιάζω — και ξαφνίζω 1. προκαλώ έκπληξη ή φόβο σε κάποιον, τρομάζω, σκιάζω 2. παθαίνω μικρό διάστρεμμα, στραμπούλισμα («με τη γυμναστική ξάφνιασα τη μέση μου») 3. μεσ. ξαφνιάζομαι και ξαφνίζομαι εκπλήσσομαι, σκιάζομαι, τρομάζω («ξαφνίζεται στον ύπνο μου» …   Dictionary of Greek

  • ακροεκσυσπάζω — ἀκροεκσυσπάζω (Μ) φοβίζω κάπως, ξαφνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + ἐκσυσπάζω] …   Dictionary of Greek

  • διαστροβώ — διαστροβῶ ( έω) (Α) 1. στριφογυρίζω 2. διασοβώ, προκαλώ απότομα ταραχή, φόβο, ξαφνιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη λ. για το διασοβώ] …   Dictionary of Greek

  • εξαφνίζω — και ξαφνίζω και ξαφνιάζω [έξαφνα] αιφνιδιάζω …   Dictionary of Greek

  • καραφλιάζω — [καράφλα] 1. αποχτώ φαλάκρα 2. μτφ. ξαφνιάζω, εκπλήσσω («αυτά που μού είπες μέ καράφλιασαν») …   Dictionary of Greek

  • ξάφνιασμα — και ξάφνισμα, το [ξαφνιάζω / ξαφνίζω] 1. φόβος ή έκπληξη από αιφνίδιο συμβάν 2. μικρό διάστρεμμα άρθρωσης, στραμπούλισμα …   Dictionary of Greek

  • ξαφνίζω — βλ. ξαφνιάζω …   Dictionary of Greek

  • ξυπάζω — και ξυπώ 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον, κάνω κάποιον να τρομάξει 2. (ενεργ και μέσ.) φοβίζομαι, τρομάζω, σκιάζομαι 3. μτφ. ξαφνιάζω, εκπλήσσω 4. μέσ. ξυπάζομαι υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, κομπάζω («πώς συνεννοείσαι με αυτόν τον ξυπασμένο;»). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • παγώνω — (ΑΜ παγῶ, όω, Μ και παγώνω) [πάγος] υποβάλλω σε πολύ χαμηλή θερμοκρασία ένα υγρό μετατρέποντάς το σε στερεό («ο βοριάς πάγωσε τη λίμνη») νεοελλ. 1. καταψύχω («παγώνω το νερό») 2. (γενικά) κατεβάζω τη θερμοκρασία ενός αντικειμένου ή σώματος κάτω… …   Dictionary of Greek

  • εκπλήττω — και εκπλήσσω εξέπληξα, μτβ., προκαλώ έκπληξη, ξαφνιάζω: Με εκπλήττει το θράσος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»